συγχειλίτιδα

συγχειλίτιδα
η, Ν
ιατρ. φλεγμονή τών γωνιών τού στόματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + χείλος, το + κατάλ. –ίτις / -ίτιδα (πρβλ. φρεν-ίτιδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”